- ανεφάρμοστος
- -η, -οεπίρρ. -α αυτός που δεν εφαρμόστηκε ή δεν μπορεί να εφαρμοστεί: Οι προτάσεις σου είναι εντυπωσιακές, αλλά ανεφάρμοστες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανεφάρμοστος — η, ο αυτός που δεν έχει εφαρμοστεί ή δεν είναι δυνατόν να εφαρμοστεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφαρμόζω. Η. λ. μαρτυρείται στον ποιητή Π. Σούτσο] … Dictionary of Greek
εξωπραγματικός — ή, ό 1. αυτός που βρίσκεται έξω από την πραγματικότητα, ο φανταστικός 2. ο μη εφαρμόσιμος, ο ανεφάρμοστος, ο ανέφικτος … Dictionary of Greek
στοίχημα — το, ΝΜ [στοιχῶ] συμφωνία μεταξύ δύο προσώπων με διαφορετική ή και αντίθετη γνώμη για κάτι, βάσει τής οποίας εκείνος τού οποίου η γνώμη ή η πρόγνωση αποδεικνύεται σωστή παίρνει από τον άλλο μια αμοιβή, συνήθως ορισμένο χρηματικό ποσό νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τηλεόραση — ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ Ήταν Απρίλιος του 1966 όταν από το χώρο που είχε διαθέσει ο ΟΤΕ στο τότε ΕΙΡ (Ελληνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας) έγινε η πρώτη εκπομπή τηλεοπτικού προγράμματος. Ήταν το πρώτο τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων. Με καθυστέρηση μιας τουλάχιστον… … Dictionary of Greek